- Σκυρία
- Σκυρίᾱ , Σκύριοςoffem nom/voc/acc dualΣκυρίᾱ , Σκύριοςoffem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκυρίας — Σκυρίᾱς , Σκύριος of fem acc pl Σκυρίᾱς , Σκύριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίαι — Σκυρίᾱͅ , Σκύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίαν — Σκυρίᾱν , Σκύριος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύριος — ια, ιο / σκύριος, ία, ιον, ΝΜΑ [Σκύρος] νεοελλ. σκυριανός μσν. αρχ. φρ. α) «Σκυρία ἀρχή» ανώφελο, μάταιο απόκτημα β) «Σκυρία δίκη» αυστηρή τιμωρία, όπως ήταν η εξορία στη Σκύρο … Dictionary of Greek